- πληρώσατε
- πληρόωmake fullaor imperat act 2nd plπληρόωmake fullaor ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
напълнити — НАПЪЛН|ИТИ (68), Ю, ИТЬ гл. 1. Наполнить: и ѿ тѣхъ малыихъ отрѹбъ напълънить намъ сѹсѣкъ тъ мѹкы. ЖФП XII, 54г; Хотѧи быти иѥреи. наполньше злата рѹцѣ иѥровоамлi КР 1284, 197г; ѡвощь же всѧкыи... наполнить ѹста и ѡбеселить ср҃дце. (ἵνα ἐμπλήσῃ)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek
κατακυριεύω — (AM κατακυριεύω) είμαι ή γίνομαι κυρίαρχος κάποιου, καθυποτάσσω («αὐξάνεσθαι καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς», ΠΔ) μσν. βλάπτω … Dictionary of Greek